Κητοῦς

Κητοῦς
Κητώ
fem nom/voc pl
Κητώ
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κήτους — κή̱τους , κῆτος any sea monster neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… …   Dictionary of Greek

  • θαυμάσιος — (Αστρον.). Ο πρώτος γνωστός μεταβλητός αστέρας. Το φαινόμενο μέγεθός του κυμαίνεται από ένα ελάχιστο 9 ή και μικρότερο, μέχρι 4 ή και 3 το μέγιστο. Μία φορά, το 1779 έλαμψε με μέγεθος σχεδόν 1. Η περίοδος της μεταβολής της φωτεινότητάς του είναι… …   Dictionary of Greek

  • όρκη — (I) και όρκα, η ζωολ. κοινή ονομασία μεγάλου κήτους τού είδους όρκινος με μήκος πάνω από εννέα μέτρα, αρπακτικό και αδηφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. orca (< λατ. orca «είδος κήτους»)]. (II) ὅρκη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • CANIS Carcharias — ex marinorum Canum generibus, quorum tria recenset Aelian. Histor. l. 1. c. 8. tantae magnitudinis est, ut cetis robustissimis annumerari iure possit; ab asperitate et acumine dentium sic dictus. Alii lamiam et lamnam vocant, ἀπ` τȏυ ἔχειν μέγαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Φορκίδες — οι, ΝΑ μυθ. οι κόρες τού Φόρκυνος και τής Κητούς, οι Γραίες, οι Γοργόνες και οι Σειρήνες, που αποτελούσαν σύμβολα εξαιρετικής ασχήμιας, αλλ. Φορκυάδες αρχ. τίτλος έργου τού Αισχύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φόρκυς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Νηρη ίδες), βλ.… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”